μυριόβοιος

μυριόβοιος
μῡρῐό-βοιος, ον,
A with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυριόβοιος — μυριόβοιος, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισό βοιος, πρωτό βοιος] …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυριόβοια — μῡριόβοια , μυριόβοιος with ten thousand oxen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”